-
1 προηκω
1) выйти вперед, выдвинуться(χρήμασι προήκων Xen.)
ἀξιώσει π. Thuc. — достичь высокого положения;προήκων ἐς βαθὺ της ἡλικίας Arph. — достигший старости;τῆς ἡμέρας προηκούσας Plut. — когда был уже поздний час дня;2) предшествоватьχρόνῳ τῶν ἄλλων π. Sext. — предшествовать другим во времени
3) выдаваться вперед, расширяться -
2 διαφεροντως
1) иначе, по-иному(δ. ἢ ἐν τῷ πρόσθεν χρόνῳ Plat.)
2) выше, больше(τῶν ἄλλων Ἀθηναίων ἁπάντων Plat.)
3) в высшей степени, чрезвычайно(ἀδικεῖσθαι Thuc.; τιμᾶσθαι Arst.; δ. φιλότεκνος Plut.)
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek